ζέας

ζέας
ζέᾱς , ζέα
the roof of a horse's mouth
fem acc pl
ζέᾱς , ζέα
the roof of a horse's mouth
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ζέας, λιμάνι — Λιμάνι του Πειραιά· παλαιότερα λεγόταν Πασαλιμάνι. Βλ. λ. Πειραιάς. Αεροφωτογραφία του λιμανιού της Ζέας στον Πειραιά (φωτ. ΑΠΕ) …   Dictionary of Greek

  • Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… …   Dictionary of Greek

  • ζεοποίιον — ζεοποίιον, τό (Α) μύλος για άλεσμα τής ζέας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζέα (βλ. ζεια) + ποιιον ( ποιος < ποιώ), πρβλ. ιερο ποίιον, νεω ποίιον] …   Dictionary of Greek

  • ζεόπυρον — ζεόπυρον, τό (Α) ποικιλία τής ζέας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζέα (βλ. ζεια) + πυρός] …   Dictionary of Greek

  • ναύσταθμος — Λιμάνι ή όρμος, κατάλληλα διασκευασμένος, όπου λιμενίζονται πολεμικά πλοία και υπάρχουν εγκαταστάσεις για την επισκευή, τον εξοπλισμό και τις άλλες ανάγκες του πολεμικού ναυτικού. Ο ν. ήταν ό,τι και το νεώριο των αρχαίων ή το καραβοστάσι ή ο… …   Dictionary of Greek

  • Αττική — I Ιστορική, διοικητική και γεωγραφική περιοχή (3.808 τ. χλμ., 3.761.810 κάτ.), το νοτιοανατολικό άκρο της Στερεάς Ελλάδας, από την οποία τη χωρίζουν ο Κιθαιρώνας (1.409 μ.) και η Πάρνηθα (1.413 μ.). Από τη γραμμή αυτή των δύο βουνών (μήκους 40… …   Dictionary of Greek

  • Κουμουνδούρου, νησί — Μικρό ακατοίκητο νησί, ανάμεσα στα λιμάνια της Ζέας (Πασαλιμάνι) και της Μουνιχίας (Τουρκολίμανο), μπροστά στην παραλία της Καστέλας του Πειραιά …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Ναυτικό Ελλάδος (Πειραιώς) — Το μεγαλύτερο Ναυτικό Μουσείο της χώρας ιδρύθηκε το 1949 και από το 1971 στεγάζεται σε ένα ιδιόμορφο κτίριο στο μυχό της Mαρίνας Ζέας στη Φρεαττύδα του Πειραιά. Ανήκει σε ένα κοινωφελές μη κερδοσκοπικό σωματείο και είναι νομικό πρόσωπο Iδιωτικού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”